- ἀληθινοῖς
- ἀληθινόςagreeable to truthmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неистиньныи — (6*) пр. Неистинный, ложный: [Феодор] житиѥ все [св. Василия] въ || сихъ [монахах] извѣстѹ˫а... и мала˫а отсѣкающимъ ихъ. неистиньны мнихы мн˫ашеть. (оὐδ ἐν ἀληϑινοῖς... μоνασταῖς) ЖФСт XII, 53 об.; нъ въ лицемѣрьи лъжесловесьныихъ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek